top of page

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΣΑΠΙΟΥ

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΑ ΧΡΟΝΙΑ

                                                             ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΠΥΡΟΥ Γ. ΡΑΠΤΑΚΗ

 

     Η προσμονή για τη γιορτή αρχίζει από μέρες. Η πνευματική προετοιμασία όλη τη Σαρακοστή, η νηστεία παράλληλα με τη δουλειά, έχουν φέρει σ’ όλους μια σωματική εξάντληση αλλά και μια ψυχική ανάταση. Γίνονται, στον ορισμένο χρόνο, με τα προστάγματα της Εκκλησίας ενώ παράλληλα δεν απολείπει και η προπαρασκευή για τις υλικές απολαύσεις .

     Ο νοικοκύρης κάθε σπιτικού, από τις πρώτες μέρες της Σαρακοστής, άρχιζε να κουβαλά αγαθά στο σπίτι. Έχει προηγήθη το αγόρασμα και το θρέψιμο του θρεφταριού με επιμέλεια, γιατί όποιος είχε μεγάλο χοιρινό λογαριαζόταν για πιο καλός νοικοκύρης και ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Αλλά και καλούδια απ’ την πόλη κουβαλιούνται μέρες πιο μπροστά. Μήλα, πορτοκάλια, χρειαζούμενα για την χριστόπιτα και τα γλυκίσματα, αν δεν υπάρχουν σοδιακά στο σπιτικό φέρνουνται κι’ αυτά απ’ το κάστρο, δηλαδή την Χαλκίδα. Το αποκορύφωμα ολόκληρης τούτης της προετοιμασίας είναι το χάλασμα του θρεφταριού, και το ξόμπλιασμα και το ψήσιμο της χριστόπιτας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν απ’ το θρεφτό χίλια δυό παρασκευάσματα. Λουκάνικα, ματιές, μπούμπες, αλλού λέγονται μπαμπίτσες, πηχτές, πασπαλάδες, λίπος χοιρινό και έκοβαν κομμάτια το κρέας για τις σουβλιμάδες.        Τα τραγούδια αρχίζουν όπως παντού την παραμονή. Ένα από τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια που απ’ όσα ξέρω μόνον στην Εύβοια συνηθιζόταν, είναι το παρακάτω : << Χριστούγεννα πρωτούγεννα Πρώτη γιορτή του χρόνου Εβγάτ’ να δήτε άρχοντες Πόψε Χριστός γεννάται Γεννάται κι’ αναθρέφεται Με μέλι και με γάλα Το μέλι το τρώνε οι άρχοντες Το γάλα οι αφεντάδες Και τα κηροσταλάματα Στης Παναγιάς την πόρτα >> Τα Χριστούγεννα για τον τόπο του Μεσσάπιου κι’ ακόμα σ’ όλη την άλλη χώρα, δεν λογαριάζονται σαν πρώτη γιορτή της Χριστιανοσύνης, όπως στους Δυτικούς, αλλά το Πάσχα. Και τούτο, όπως πιστεύω, όχι γιατί η πρώτη γιορτάζεται το χειμώνα και η δεύτερη στην άνοιξη, εποχή που ξαναγεννιέται η φύση και η χαρά, αλλά από εσωτερική παρόρμηση που προέρχεται από το υπερφυσικό γεγονός της Ανάστασης. Γεννητούρια γίνονται πολλά, ανασταίνεται όμως μονάχα το Θείον ! Και να το ξεχώρισμα της μίας θύμησης από την άλλη που απαντιέται μόνον στην συναισθηματική και ευαίσθητη ελληνική ψυχή.

ΟΙ ΣΚΑΛΙΜΠΗΔΕΣ

Με τούτο το όνομα λέγονται στον τόπο του Μεσσάπιου στην Εύβοια τα αγαθά πνεύματα που στην άλλη Ελλάδα τα λένε Καληκατζάριδες. Και τα δύο ονόματα είναι ταυτόρριζα ετυμολογικά, μα πιο σωστό είναι το πρώτο. Πιστεύεται ότι από την μεγάλη Σαρακοστή αρχίζουν να έρχονται στη γη, αυτά τα κατ' αρχήν αγαθοποιά όντα, κάπου κάπου γίνονται και κακά και επικοινωνούν αόρατα με τους ανθρώπους. Έχουν μορφή ακαθόριστη, ανθρώπινο μαύρο χρώμα, με κέρατα ή χωρίς. Έχουν δύο ποδια το ένα όμως ανθρώπινο και το άλλο γα'ι'δουρινό. Και σ' αυτή τη διαφορά χρωστάνε και το όνομά τους. Να είναι τάχα οι πανάρχαιοι ακόλουθοι του Βάκχου οι Σε ληνοί; Μπορεί αφού έρχονται τις καλές μέρες με τα φαγοπότια. Οπωσδήποτε έρχονται το Σαρανταήμερο, μένουν τις γιορτές και φεύγουν των Θεοφανείων απ΄τήν απειλή του Σταυρού και τους εξορκισμούς του ιερέα. << Φεύγετε να φεύγουμε, γιατ' έρχετ' ο τραγόπαπας με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του >>. Η παραμονή τους στη γη σημειώνεται παντού, στα σπίτια στα οποία μπαίνουν από τους καπνοδόχους, στις στάνες, στους στάβλους. Το μαύρισμά τους στο πρόσωπο γίνεται στους καπνοδόχους γιατί το άλλο σώμα τους σαν μαλλιαρό, που είναι, δεν πομαυρίζει. Βοηθάνε τις ακαμάτρες νοικοκυρές στις δουλείες τους. Φέρνουν στα παιδιά τα χριστουγεννιάτικα και τα πρωτοχρονιάτικα δώρα. Για τον τόπο μας αυτά τα φέρνουν οι Σκαλήμπιδες και όχι ο ξενόφερτος Άη Βασίλης. Ποτίζουν τα ζωντανά όταν ξεχαστούν απότιστα και κάνουν χίλιες δυο δουλείες. Κάπου κάπου γίνονται και κακοποιά αυτά τα πνεύματα για να δικαιολογήσουν τους ακαμάτηδες και τους απρόσεκτους. Αυτά μαγαρίζουν τα σφαχτά όταν ξεχαστούν ξεσκέπαστα, καίνε τη βασιλόπιττα όταν είναι παραπαρμένος ο φούρνος κ.α. Και για να νουθετήσουν τα παιδιά αντί καλά δώρα τους φέρνουν άσχημα η πιο δεύτερα και ανάλογα με το πως πηγαίνουν στα μαθήματα, αν είναι φρόνιμα, αν είναι ή όχι εργατικά.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ

Η θέση και τούτης της γιορτής στην ψυχοσύνθεση του χωρικού του τόπου είναι πιο κάτω απ' τα Χριστούγεννα και πολύ πιο κάτω από το Πάσχα. Στους Δυτικούς συμβαίνει το αντίθετο. Και το έθιμο τούτο σιγά σιγά με την επικοινωνία και τη μίμηση έρχεται, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, και στην Ορθοδοξία. Οι μεγαλουπόλεις τελευταία πέρασαν και στον τόπο μας πολλά ξενικά έθιμα. Το χωριό βαστάει ακόμα άλλα μέχρι πότε; Η προετοιμασία για τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς ή καλύτερα για τη γιορτή του Άη Βασίλη είναι πιο λίγη απ' εκείνη για τα Χριστούγεννα. Για το φαγοπότι απ' τά Χριστούγεννα έχουν μείνει καλούδια. Τα γλυκίσματα μένουν και η Βασιλόπιττα θα φτιαχτή την παραμονή ή την πρόπαραμονη. Τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα είναι οι δίπλες, τα μελομακάρονα και ο μπακλαής. Τα χρειαζούμενα βρίσκονται σοδειακά σε κάθε σπιτικό. Τα χρόνια της φτώχειας γίνονταν για το καλό λίγες δίπλες και πασπαλισμένες με σουσάμι ή βουτηγμένες σε μέλι με λίγο ψιλοκομμένο καρύδι από πάνω που κι' αυτό ήτανε πολύ. Η βασιλόπιττα σκέτο ψωμί, πιο πολύ ξομπλιασμένη παρά γευστική. Σκέτο καθάριο ψωμί από ψιλοκρισαρισμένο αλεύρι με πέντε καρύδια σταυρωτά και αλειμμένο από πάνω με χτυπημένο κρόκο αυγού. Για το τραπέζι της καλής μέρας, ήταν αρκετά μια βραστή κότα, ότι είχε απομείνει απ'τό θρεφτάρι, του Χριστού και η βασιλόπιττα. Στα καμπίσα χωριά θρέφανε και γαλοπούλες αλλά για να τις πουλήσουν στις μεγαλουπόλεις κι' έτσι θα οικονομόμαγαν τα έξοδα για την Πρωτοχρονιά. Στους Καθενούς, όπου η πιο μεγάλη παραγωγή σε δημητριακά, φτιάχνανε τρείς βασιλόπιττες. Η μια για το τραπέζι, η άλλη για το πηγάδι, πολύ μικρή, και η τρίτη επίσης μικρή για τα κέρατα του βοδιού, του ζωντανού που βοηθούσε σ' όλες τις γεωργικές εργασίες. Τούτο το έθιμο που απ' όσα ξέρω δεν συνηθιζότανε στ' άλλα χωριά της κοιλάδας, ακολούθαγε μια περίεργη τελετουργική εκδήλωση. Η Καθενιώτισα το πρωί της Πρωτοχρονιάς πήγαινε στο πηγάδι ν' αντλήσει νερό και μαζί με το νερό φρόντιζε να πιάσει ο κουβάς της και μια από τις βασιλόπιττες που το προηγούμενο βράδυ είχαν ριχτεί σ' αυτό. ( Όλες έριχναν από μια σ' ένα από τα πηγάδια του χωριού, φυσικά σε εκείνο που συνήθιζαν ν' αντλούν νερό ). Η μεταφορά του νερού και της πίττας στο σπιτικό έπρεπε να γίνει αμίλητα και γι' αυτό φρόντιζαν ν' αποφύγουν κάθε συνάντηση με το να πάνε σ' αυτή τη δουλειά όσο μπορούσαν πιο πρωί. Όταν τις άλλες μέρες συναντούσαν κανέναν βαρύ στο δρόμο και δεν έλεγε την κατά την ώρα ευχή, του έλεγαν: << Τι το αμίλητο νερό κουβαλάς; >> Όταν οι νοικοκυρές με το νερό και την πίττα φτάνανε στο σπίτι κάποιος απο μέσα, συνήθως ο σύζυγος ή η πεθερά την ρωτούσε : << Τί είδες απ' εκεί που έρχεσαι; >> << Είδα - έλεγε - στάρια, κριθάρια, πρόβατα, γελάδια, γεννήματα λογιού λογιού, όρνιθες, κλωσσόπουλα κ.α. >> Ακολουθούσε η ευχή << καλή χρονιά >> και το δίστιχο : <<Κλού κλού στ' ορνίθια μας καλή χρονιά στα σπίτια μας >> Την άλλη πίττα την έβαζαν στα κρέατα του καματερού και περίμεναν με τις κινήσεις του ζώου να πέση, όταν έπεφτε πρόσεχαν να δουν αν έπεσε απ' την καλή ή από την ανάποδη, γιατί ανάλογα θα πήγαινε και η χρονιά. Σ' όλα τ χωριά της κοιλάδας με μια πέτρα καθαρή και φερμένη απ' τλο ποτάμι ή το πηγάδι ή με το γουδόχερο κτύπαγαν πολύ σιγά συμβολικά και φυσικά, τα παιδιά στο κεφαλί στον ύπνο τους και προτού σηκωθούν, οι μανάδες το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Τούτο το έθιμο συμβόλιζε την υγεία και την γεροσύνη που θα έπρεπε, να κάνη ο Θεός, να έχουν τα παιδιά όλο το χρόνο. Θα έμενε το παιδί γερό στο πνεύμα και θάντεχε στις αρρώστιες, όπως η πέτρα ή το μπρούτζο. Τελευταία πληροφορήθηκα ότι και στ' άλλα χωριά της κοιλάδας γίνεται όπως και στους Καθενούς το κουβάλημα του αμίλητου νερού και το ρίψιμο στα πηγάδια ή τα ρέματα, βασιλόπιττες και σιτάρι. Ακόμα γίνεται και η ίδια ερώτηση από μέσα από το σπίτι σέ κείνη που κουβαλάει το αμίλητο νερό και για απάντηση δίνει η νοικοκυρά την ίδια με την Καθενιώτισα, τα πρόλαβα δε αυτά μικρός πριν πάω δημοτικό και στα Ψαχνά. Μετά τα ξυπνητούρια τα παιδιά αναζητούσαν τα δώρα, που θα τους είχαν φέρει οι Σκαλήμπιδες. Οι κρεμασμένες στον τοίχο πάνω απ' τα κεφάλια τους, μαθητικές σακούλες ψαχνόντουσαν με προσοχή. Τα συνηθισμένα δώρα ήτανε ξηροί καρποί και ένα πορτοκάλι που είχε πάνω του καρφωθεί κατάλληλα ένα μεταλλικό νόμισμα κατά προτίμηση ασημένιο. Όχι λίγες φορές για τα κακά παιδιά και για όσα δεν πήγαιναν καλά στα γράμματα ή ήτανε ανυπάκουα οι Σκαλήμπιδες τους πήγαιναν πέτρες και χώματα. Αυτά τα ελαττώματα τους όλο το χρόνο για να μην πάθουν το ίδιο και την άλλη χρονιά. Τα τραγούδια που λένε τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στον τόπο, δεν διαφέρουν απ' εκείνα που λένε σ' όλη την Ελλάδα και τις πολιτείες. Στην Άτταλη έλεγαν και τούτο : << Πάλιν ακούσατ' άρχοντες πάλιν να σας ειπούμε ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε και να πανηγυρίσουμε περιτομή Κυρίου και εορτή του μάκαρος μεγάλου Βασιλείου Κάνω λοιπόν αρχήν καλήν επαίνους να συνθέσω τον Άγιο Βασίλειο δια να επαινέσω της Καισαρείας γέννημα βλαστός Καππαδοκίας >>

ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Το πρωί του Σταυρού γίνονταν τα ίδια όπως παντού. Όμως πιστεύεται εδώ ότι με το γύρισμα του παπά στους δρόμους και στα σπίτια φεύγουν τα Σκαλήμπια. Το βράδυ της μέρας των Θεοφανείων έβγαιναν στα τραγούδια μεγάλα παιδιά και άντρες. Κρατούσαν στα χέρια τους ποιμενικές αγκούλες, ραβδιά και μεγάλα μπαστούνια για να προστατεύονται απ' το σκοτάδι, τα γλιστρήματα αν είναι χιονισμένος ο τόπος και απ' τα σκυλιά. Οι τραγουδιστάδες έπαιρναν μπάλα όλα τα σπίτια και τα μαντριά ώρες ολόκληρες, καμιά φορά, μακριά απ' τα χωριά. Οι τσοπάνηδες περίμεναν με λαχτάρα τούτα τα τραγούδια, γιατί τα αλλά σπάνια τους λέγονταν, αφού τα μικρά παιδιά δύσκολα έφταναν μέχρι τα κονάκια τους. Τα δώρα που μάζευαν αυτοί οι τραγουδιστάδες απ' τους τσομπάνηδες ήταν πλούσια : κότες, κατσικάκια και αρνιά. Την άλλη μέρα οι τραγουδιστάδες έβαζαν τα δώρα σε κοινό τραπέζι και γλεντούσαν μια και του Άη Γιάννη ήταν και τότε αργία. Το τραγούδι που έλεγαν, κοινό σ' όλη την Εύβοια - διαφέρουν κάπου κάπου μερικές στροφές - είναι ένας ύμνος για το προσωπικό κάθε σπιτιού. Ανάλογα μα όχι λίγες φορές, ακούγονται και σκωπτικές στροφές και κυρίως όταν με τα δώρα που τους δίνουν οι νοικοκυραίοι δεν ικανοποιούνται οι τραγουδιστάδες. Αξίζει τον κόπο να γράψω πάρα κάτω όλο το τραγούδι : << Σαν τον καλησπερίσαμε τούτο μας τον αφέντη πούναι καλός και ευγενικός και από καλούς ανθρώπους Κι' από τη μάνα ευγενικός κι' απ' τον πατέρα πλούσιος, Κι' από την παραμάνα του αρχοντοτιμημένος. Σε σένα δεν πρέπει αφέντη μας να ζεις σε τέτοια χώρα. Σένα σου πρέπει Αφέντη μας στης Πόλης τα παλάτια. να κάθεσαι στα μάρμαρα να διακουμάς στ' ασήμια, να δερμονίζης τα φλουριά, να κοσκινίζεις τ' άστρα και τα' ποδερμονίσματα να δίνης στους διαβάτες. Πο πέντε πέντε στους μικρούς, 'πο δέκα στους μεγάλους και στους ολομικρότερους 'πο δύο και στο χέρι. Πολλά είπαμε τ' αφέντη μας, ας πούμ' και της Κυράς μας. Κυρά μας ρούσα πέρδικα και χα'ι'μαδού τρυγόνα Κυρά μου δεν στολίζεσαι να πάς ταχιά στα Φώτα; Να βάλεις το ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και του κοράκου το φτερό βάλτο καμποαναφρύδι. Πολλά είπαμε και της Κυράς ας πούμε και της κόρης. Έχεις και κόρη όμορφη πραματευτής την θέλει χίλια αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τους σπόρους. Έχει και γιό στα γράμματα και γιό εις το ψαλτήρι να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι. Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μην ραΐσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση ν' ασπρίση σαν το πρόβατο, να ζήση σαν τη Δέλφη >> Όχι λίγες φορές οι τραγουδιστάδες αλλάζουν περιγελαστικά τους στίχους όπως : << Κυρά μου ρούσα πέρδικα και ταγαροψειριάρα >> ή << Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μην ραΐση >> κ.α. Ανήμερα τα Φώτα το πρωί βγαίναν στα τραγούδια τα κορίτσια και έλεγαν τούτο το τραγούδι : << Σήμερα είν' τα φώτα κι' ο φωτισμός και χαρά μεγάλη στ' αφέντη μας. Σήμερα είν' τα Φώτα κι' ο φωτισμός που γεννάει η κόττα 'πο πίσω απ' την πόρτα και χαρά μεγάλη της κυράς. Δώσ' μ' κυρά τ' αυγό για να μην σου κλέψω τον πετεινό. >> Τα πιο παλιά χρόνια οι άντρες που λέγανε τα τραγούδια, του Σταυρού το βράδυ, μαυρίζανε με καπνιά το πρόσωπό τους. Μπορεί να ήτανε για προφύλαξη για να μην τους αναγνωρίσουν μια και οι κατακτητές θα εμπόδιζαν να γίνεται το έθιμο επειδή δεν λάβαινε χώρα, όπως τα άλλα, την ημέρα αλλά την νύχτα. Τώρα δεν γίνεται αυτό αφού δεν υπάρχει λόγος. Σιγά σιγά όμως όχι μόνον το μαύρισμα αλλά κι' αυτό τούτο το έθιμο παρατιέται.

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014), στην Ιερά Μονή Παναγίας Γοργοεπήκοου Ψαχνών, τελείται στις 7.30 το απόγευμα, σύμφωνα με παλαιά παράδοση, Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός με θείο Κήρυγμα ενώ ψάλλονται τα Εγκώμια για την Κοίμηση της Θεοτόκου και λιτανεύεται ο επιτάφιος της Παναγίας.

Καλούνται οι ευλαβείς χριστιανοί μας να προσέλθουν στο ταπεινό, μα τόσο φιλόξενο Μοναστηράκι της Παναγίας μας, για να λάβουν τη Χάρη του Τριαδικού Θεού, με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και Μητέρας πάντων ημών.

bottom of page